- ανυψώ
- ἀνυψῶ (-όω) (Α)βλ. ανυψώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνυψῶ — ἀνυψόω raise up pres subj act 1st sg ἀνυψόω raise up pres ind act 1st sg ἀνυψόω raise up pres subj act 1st sg ἀνυψόω raise up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανυψωτικός — ή, ό ο χρήσιμος ή κατάλληλος για ανύψωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανυψώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον μηχανικό Αναστάσιο Σούλη] … Dictionary of Greek
ανυψώνω — (Α ἀνυψῶ, όω) 1. σηκώνω ψηλά 2. εξυψώνω ηθικά … Dictionary of Greek
προσανυψώ — όω, Μ [ἀνυψῶ] υψώνω κάτι ακόμη πιο πολύ, σηκώνω κάτι σε ακόμη μεγαλύτερο ύψος … Dictionary of Greek
συνανυψώ — όω, ΜΑ [ἀνυψῶ] ανυψώνω συγχρόνως … Dictionary of Greek